- αντιγράφομαι
- αντιγράφομαι, αντιγράφ(τ)ηκα, αντιγραμμένος βλ. πίν. 122
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αντιγράφω — (AM ἀντιγράφω) νεοελλ. 1. γράφω κείμενο όμοιο με άλλο ή το κείμενο άλλου, ξεσηκώνω 2. κάνω πανομοιότυπο ενός έργου τέχνης 3. μτφ. α) εμφανίζω ως δικά μου κείμενα που γράφει ή έχει γράψει άλλος, είμαι λογοκλόπος β) μιμούμαι. αρχ. 1. γράφω εναντίον … Dictionary of Greek